- καταύγασμα
- καταύγ-ασμα, ατος, τό,A radiance, PMag.Par.1.1130.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταύγασμα — τὸ (Μ) [καταυγάζω] ζωηρός φωτισμός, φωταύγεια, λάμψη … Dictionary of Greek
καταύγασμα — radiance neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταυγάσματα — καταύγασμα radiance neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναύγασμα — το (Α ἐναύγασμα) διάχυση φωτός, φώτιση, λάμψη, καταύγασμα, σελαγισμός («ἐναύγασμα θεῑον», Φίλ.) … Dictionary of Greek